- διήκουσε
- διακούωhear outaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διακούω — (Α διακούω) 1. ακούω κάτι από την αρχή ώς το τέλος 2. παρακολουθώ κανονικά πρόγραμμα διδασκαλίας («διήκουσε τα μαθήματα») αρχ. πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον … Dictionary of Greek